ερωτιδεύς

ερωτιδεύς
Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το κύριο έργο. Στην αρχαιότητα άλλωστε αποτελούσαν συνηθισμένο και αγαπητό θέμα για τους καλλιτέχνες. Τέτοιες παραστάσεις σώζονται μέχρι σήμερα, σε σαρκοφάγους, αγγεία και άλλα αντικείμενα της αρχαιότητας.
* * *
ο (AM ἐρωτιδεύς)
έφηβος ερωτύλος
αρχ.
ως κύριο όν. ο μικρός Έρως («Ἐρωτιδεῑς δὲ μικροὺς οἱ μείζονες τρέφουσιν», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιδεύς, που προήλθε πιθ. από συνδυασμό τών επιθημάτων -ιδ- και -εύς* και δημιουργήθηκε ίσως αρχικά για το ουσ. υιιδεύς «μικρός γιος» (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λεοντιδεύς κ.ά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐρωτιδεῖς — ἐρωτιδεύς a young Eros masc acc pl ἐρωτιδεύς a young Eros masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτιδόπουλον — ἐρωτιδόπουλον, τὸ (Μ) [ερωτίδιν] μικρός έρωτας, ερωτιδεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”